- οφιούσσα
- ὀφιοῡσσα, ἡ (Α)βλ. οφιόεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφιόεις — ὀφιόεις, εσσα, εν, θηλ. και ὀφιοῡσσα (Α) 1. αυτός που έχει άφθονα φίδια 2. (το θηλ. συνηρ. ως ουσ.) ἡ ὀφιοῡσσα α) νησί γεμάτο φίδια, όπως η Ρόδος, η Κύθνος κ.λπ. β) είδος μαγικού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + όεις*] … Dictionary of Greek
Rodas — Isla de Rodas Ρόδος Vista de satélite de la isla (NASA World Wind) Localización País … Wikipedia Español
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek